- ἡσυχάζειν
- ἡσυχάζωkeep quietpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
умолкнути — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἡσυχάζειν) успокаиваться; покоиться,… … Словарь церковнославянского языка
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… … Dictionary of Greek
παρακατέχω — ΜΑ συγκρατώ στη μνήμη αρχ. 1. αναχαιτίζω, εμποδίζω («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», Θουκ.) 2. ανακόπτω («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῑν τὰς ὠδίνας», Διόδ.) 3. (σχετικά με υγρά) παρακωλύω, παρεμποδίζω την κυκλοφορία τους 4.… … Dictionary of Greek
erǝ-2, rē- — erǝ 2, rē English meaning: to be still Deutsche Übersetzung: “ruhen” Material: Av. airime adv. ‘still, peaceful “ (*erǝ mo ), armaē šad, stü “ sitting quietly, standing still “ (*er mo or *erǝ mo ; mere graphic i are seen in… … Proto-Indo-European etymological dictionary